Ο ολοκληρωμένος σχεδιασμός όταν
υλοποιείται σε μία περιοχή περιλαμβάνει την πρόβλεψη των αναγκών, την προβολή
των δυναμικών χαρακτηριστικών, εξασφαλίζεται η λειτουργικότητα και οδηγεί στη
βιώσιμη ανάπτυξη. Η ανάγκες του σύγχρονου τρόπου ζωής μεταβάλλουν τα δεδομένα
του σχεδιασμού και εντείνουν την ανάγκη εύρεσης νέων μορφών μέσω των οποίων
αναδεικνύεται η ταυτότητα του τόπου. «Η πολιτιστική κληρονομιά αποτελεί ένα από
τα βασικά στοιχεία της ταυτότητας μιας πόλης ή μιας ευρύτερης περιοχής και σε
αυτή μπορεί να στηριχθεί μια σύγχρονη πτυχή του σχεδιασμού, αυτή του
πολιτιστικού σχεδιασμού» (Deffner και Metaxas, 2007 όπως αναφέρεται στο
Καραμπέκου, Λ. και συν, 2012). «O τοπικός πολιτισμός, ο οποίος στη σύγχρονη
πραγματικότητα περιλαμβάνει, εκτός από τις τέχνες, και τον τρόπο ζωής μπορεί να
αποτελέσει σημαντικό πλεονέκτημα σε μια προσπάθεια ανάδειξης και προβολής μιας
περιοχής με απώτερο στόχο την ευημερία των ίδιων των κατοίκων. Ο πολιτιστικός
σχεδιασμός στηρίζεται στην ολοκληρωμένη διαχείριση των πολιτιστικών πόρων και
μπορεί να συνδεθεί με τον τουρισμό ή τη δυνατότητα ανάπτυξης μιας τουριστικής
ταυτότητας στηριζόμενη στον τοπικό πολιτισμό» (Καραμπέκου, Λ. και συν, ο.π). Τα
προϊόντα διατροφής όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενη ενότητα αποτελούν
πολιτιστικούς πόρους διότι αποτελούν βασικό στοιχείο του φυσικού και
πολιτισμικού πλούτου μιας περιοχής. Στη συνέχεια επεξεργάζονται κατάλληλα πλέον
με καινοτόμες μεθόδους πολλές φορές και μέσω των καναλιών διαχείρισης
μετατρέπονται σε προϊόντα με οικονομικά
οφέλη και κέρδη για τους κατοίκους και για τον ίδιο τον τόπο. Πως όμως αυτά
αξιοποιούνται;
Όπως αναφέρει η Μπιτσάνη, Ε., (ο.π:161)
δεν υπάρχουν συγκεκριμένες συνταγές για την αξιοποίηση των πολιτισμικών πόρων
ως μέσων επίτευξης των στόχων της
πολιτιστικής πολιτικής. Επιλογές και συνδυασμοί εναλλακτικών προτάσεων
απαιτούνται καθώς επίσης και η σκιαγράφηση ενός πλαισίου δεοντολογίας εντός του
οποίου θα κινηθεί η αναπτυξιακή διαδικασία.
Στις μέρες μας γίνεται όλο και
περισσότερο λόγος για ένα πλαίσιο βιώσιμης ανάπτυξης εξαιτίας της σύγκρουσης
που υπάρχει μεταξύ της προστασίας του περιβάλλοντος και της οικονομικής ανάπτυξης.
Έτσι τα προϊόντα διατροφής ως πολιτιστικοί πόροι εμπλέκονται στη διαδικασία
τοπικής ανάπτυξης με διάφορους τρόπους καθώς συνεισφέρουν στη δημιουργία της
ταυτότητας μιας περιοχής. Αυτό γίνεται εφικτό με τη δημιουργία δεσμών μεταξύ
των προϊόντων, του τοπίου και του πολιτισμού μιας περιοχής διατηρώντας έτσι την
τοπική γαστρονομική κληρονομιά. «Ο συνδυασμός αυτός προϊόντων με πολιτιστικά
σύμβολα ή τοπικές αναπαραστάσεις έχει ως αποτέλεσμα μεγαλύτερη συμβολική
ποιότητα και την αύξηση της τελικής αξίας των προϊόντων αυτών[….]Ταυτόχρονα, η
παραγωγή τοπικών προϊόντων κατέχει κεντρικό ρόλο στις διαδικασίες συνέργιας
μεταξύ διαφορετικών οικονομικών δραστηριοτήτων, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις
χρήσης τοπικών πόρων, μεταξύ παραγωγών πρώτων υλών-παραγωγών τελικών προϊόντων και
διακινητών δημιουργώντας θετικές εξωτερικές οικονομίες. Αυτή η συνύπαρξη μπορεί
να συνεισφέρει στην ανάπτυξη των περιοχών αυτών αυξάνοντας τις παραγωγικές
δραστηριότητες και την απασχόληση, ενθαρρύνοντας την επιχειρηματικότητα,
ενδυναμώνοντας τις οικονομικές δομές και την κοινωνική συνοχή» (Κίζος, Θ. κ.
συν, 2003:8).
Παρατηρείται η ανάγκη επίτευξης της
ισορροπίας μεταξύ παραδοσιακών μεθόδων παραγωγής και των νέων τεχνολογιών. «Εδώ έρχεται η κουλτούρα, με την έννοια της
νοοτροπίας και συμπεριφοράς, δηλαδή ο παραδοσιακός πολιτισμός του κάθε τόπου
που παίζει τον ρόλο της ασφαλιστικής δικλείδας ούτως ώστε οι νέες τεχνολογίες
να έχουν μόνο θετικές επιδράσεις στην παραγωγή. Οι πολιτισμικές ρίζες της
γεωργίας συναντούν την τεχνολογική καινοτομία και αυτός ο συνδυασμός που μπορεί
να τονώσει ταυτόχρονα, αφενός, την βιωσιμότητα της παραγωγής, αφετέρου δε, να
διευρύνει τα όρια, επιτρέποντας έτσι το Made in …να γεννηθεί στις πιο μικρές περιοχές
και στη συνέχεια, να γίνει γνωστό και να πωλείται σε όλο τον κόσμο» ( Μπιτσάνη,
Ε., 2015). Η τεχνολογική καινοτομία είναι το κατάλληλο επικοινωνιακό εργαλείο
για την προώθηση των προϊόντων διατροφής τα οποία με ελάχιστο κόστος είναι
πλέον ανταγωνιστικά στην παγκόσμια αγορά και αξιοποιούνται ως πολιτιστικοί
πόροι.
Παράλληλα τα τελευταία χρόνια έχει κάνει την εμφάνιση του, σε διεθνές επίπεδο, ο
όρος του ειδικού τουρισμού και τα τοπικά προϊόντα ως πολιτιστικοί πόροι
αποτελούν σε πολλές περιπτώσεις τον βασικό πυρήνα αξιοποίησης και εκμετάλλευσης.
Πρόκειται για μορφές τουρισμού που δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστές και διαδεδομένες
και απλά θεωρούνταν ως συμπληρωματικές μορφές του μαζικού τουρισμού. Σιγά σιγά
όμως αυτό άλλαξε και τα είδη αυτά του τουρισμού που προϋπήρχαν προσεγγίστηκαν
επιστημονικά και επιχειρήθηκε ένας σαφής διαχωρισμός τους (Πετράκης, Π.,2014:11).
Στη βιώσιμη
τουριστική ανάπτυξη, οι στόχοι τους οποίους καλύπτουν οι ειδικές και
εναλλακτικές μορφές επιτυγχάνονται στα πλαίσια ενός προγραμματισμού και μιας
μορφής οργάνωσης των δραστηριοτήτων που αφορούν:
Πρώτον, την
προσφορά περισσότερο εξειδικευμένων υπηρεσιών που καλύπτουν τη ζήτηση ειδικών
ομάδων τουριστών και δεύτερον τη συγκρότηση ενός προτύπου ανάπτυξης που να
εντάσσεται ισόρροπα στην υπάρχουσα υποδομή (Κοκκώσης, Χ.- Τσάρτας, Π., 2001:84)
Ο αγροτουρισμός είναι μία εναλλακτική μορφή
τουριστικών δραστηριοτήτων που αποτελεί μια ήπια μορφή βιώσιμης τουριστικής
ανάπτυξης και επίτευξης πολλαπλών δραστηριοτήτων σε περιοχές μη αστικές, όπου
οι βασικές οικονομικές δραστηριότητες
ανήκουν στον πρωτογενή τομέα.
Ο οινοτουρισμός αποτελεί
μία μορφή του αγροτουρισμού στον οποίο αναφερθήκαμε πριν. Οι δραστηριότητες που
τον χαρακτηρίζουν είναι η επίσκεψη στους αμπελώνες, τα οινοποιεία, τα φεστιβάλ
και τις γιορτές κρασιού στα οποία η δοκιμή της γεύσης και η ανακάλυψη των
ιδιοτήτων του κρασιού κάθε περιοχής είναι το βασικό κίνητρο που παρακινεί τους
επισκέπτες (Hall M. et al, 2004:3). Η επαφή µε το κρασί είναι το επίκεντρο, όχι
όµως ο αυτοσκοπός.
Ο οινοτουρισμός είναι ένα
σημαντικό συστατικό της περιφερειακής ανάπτυξης διότι συμβάλλει στην εξάλειψη
των διαρθρωτικών προβλημάτων των αγροτικών περιοχών και δημιουργεί σύμφωνα με
τη διεθνή πρακτική ένα ισχυρό brand name, δηλαδή μία πολύτιμη εμπορική φήμη για
μία περιοχή.
Τέλος ο γαστρονομικός
τουρισμός είναι μία υποκατηγορία του πολιτιστικού τουρισμού. Οι τουρίστες αυτού
του είδους εναλλακτικού τουρισμού ταξιδεύουν και επιδιώκουν παράλληλα να
βιώσουν μοναδικές γαστρονομικές εμπειρίες, επιθυμούν να γνωρίσουν τις διατροφικές
παραδόσεις, συνταγές και γεύσεις κάθε τόπου. Αποτελεί ένα κανάλι προώθησης των
τοπικών φυσικών προϊόντων διατροφής και του διατροφικού πολιτισμού γενικότερα.
Μια τέτοια μορφή
τουρισμού μπορεί να έχει πολλά οφέλη για την κοινότητα, την πολιτεία και την οικονομία
(Su, C.S., Horng, J.S.,2012:102). Οι επισκέπτες, οι κάτοικοι ενός τόπου, οι πάροχοι
γαστρονομικών προϊόντων αλλά και όσοι ασχολούνται με τον τομέα του
τουρισμού έχουν άμεσα οφέλη από τον
γαστρονομικό τουρισμό.
Κάθε τόπος όπως είναι και
το νησί που εξετάζουμε η Αίγινα φέρει µια ιστορία και τα δικά του ιδιαίτερα
προϊόντα (που στην περίπτωση που μελετάμε είναι το φιστίκι Αιγίνης) μπορούν να
αποτελέσουν τη βάση για το γαστρονομικό τουρισμό. Υπάρχει λοιπόν η αφετηρία και το αποτέλεσμα
στο οποίο ευελπιστούν όσοι ασχολούνται με τον τομέα αυτό είναι η προβολή των
τοπικών προϊόντων και η κατοχύρωση τους και κατά συνέπεια η προβολή του ίδιου
του τόπου. Τα προϊόντα αυτά αν αξιοποιηθούν ως πολιτιστικοί πόροι «(που εκτός
από καθολικοί, σε επίπεδο προορισμού, συχνά εμπεριέχουν στοιχεία ιδιάζοντα,
διακριτά και με εναλλαγές), είναι σπάνιοι (Rare), δεν αντιγράφονται πλήρως και
δεν υποκαθίστανται (Imitable), τότε αποτελούν πηγή για βιώσιμο ανταγωνιστικό
πλεονέκτημα» (Καλδής, Π., 2008: διαφάνεια 14).
@Κωνσταντίνα Χατζίνα
MSc Διοίκηση Πολιτισμικών Μονάδων
(Απόσπασμα από τη διπλωματική εργασία με τίτλο "Φυσικά προϊόντα διατροφής ως πολιτιστικός πόρος για την ανάπτυξη και την προβολή ενός τόπου. Μελέτη περίπτωσης: To φιστίκι Αιγίνης-Αίγινα" με επιβλέπουσα καθηγήτρια την Δρ. Ευγενία Μπιτσάνη- Ιούνιος 2015).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου