Τρίτη 28 Ιουνίου 2016

Καταγράφηκαν τα παραδοσιακά εργαστήρια του Πηλίου




αναδημοσίευση από www.taxydromos.gr
Δεκαετής έρευνα του Πολιτιστικού Ιδρύματος του Ομίλου Πειραιώς έφερε στο φως σημαντικά μνημεία της νεότερης περιόδου, τα οποία συνδέθηκαν με τις εμπορικές δραστηριότητες του περασμένου αιώνα.
Αρρηκτα συνδεδεμένα με το διαχρονικό πλούτο του Πηλίου είναι τα διακόσια και πλέον παραδοσιακά εργαστήρια τα οποία καταγράφηκαν στο πλαίσιο ερευνητικού προγράμματος του Πολιτιστικού Ιδρύματος του Ομίλου Πειραιώς που διήρκεσε δέκα χρόνια, φέρνοντας στο φως μια σημαντική παρακαταθήκη του παρελθόντος. Η συντριπτική πλειοψηφία των παραδοσιακών εργαστηρίων που λειτούργησαν τον προηγούμενο αιώνα, περιελάμβανε ελαιοτριβεία, βυρσοδεψία, ντριστέλες, μεταξουργεία, αλευρόμυλους κ.α., τα οποία λειτουργούσαν είτε με τη βοήθεια του νερού είτε χάρη στη δύναμη των ζώων, στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα. Η συστηματική καταγραφή των παραδοσιακών εργαστηρίων, τα οποία εντοπίζονται κυρίως στο νότιο τμήμα του Πηλίου, αλλά και στα διοικητικά όρια του ενιαίου, πλέον, Δήμου Βόλου, συμπληρώνει το παζλ της ιστορικής γνώσης και αναδεικνύει μια άγνωστη πτυχή της τοπικής παράδοσης, που φτάνει μέχρι τις μέρες μας.
Ρεπορτάζ: ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΥΔΡΑΙΟΥ
Η έρευνα που διεξήχθη από το Πολιτιστικό Ιδρυμα του Ομίλου Πειραιώς, αφορούσε στον εντοπισμό των εργαστηρίων, την ιστορική τους τεκμηρίωση, την αρχιτεκτονική τους αποτύπωση και την αποτύπωση του μηχανολογικού τους εξοπλισμού, όπου σώζονταν. Το μεγαλύτερο ποσοστό των εργαστηρίων αφορούσε σε βασικά προϊόντα (λάδι, αλεύρι). Περισσότερα από τα μισά εργαστήρια ήταν εγκαταλελειμμένα, αν και σε καλή κατάσταση, ενώ τα περισσότερα δεν βρίσκονταν σε λειτουργία.
Η καταγραφή οδήγησε σε εξαιρετικά χρήσιμα συμπεράσματα για την παραγωγή, την οικονομία του Πηλίου, δηλαδή την τεχνολογία, τους τόπους και τα μεγέθη της παραγωγής, τους τόπους αποθήκευσης και τους τρόπους μεταφοράς, την εμπορία, την υποχώρηση ορισμένων κλάδων, την επιβίωση ή την ανάπτυξη άλλων, αλλά και τη σχέση των εγκαταστάσεων με το φυσικό τους περιβάλλον.
Οι υδροκίνητες εγκαταστάσεις, συχνά μακριά από τον πυρήνα των οικισμών, αναζήτησαν τους υδάτινους πόρους, ενώ ο οδοντωτός σιδηρόδρομος προσέλκυσε επιχειρήσεις κατά μήκος των σιδηροδρομικών γραμμών. Η διασπορά των επιχειρήσεων σε όλη την έκταση του Πηλίου, εντός κι εκτός των οικισμών, θυμίζει πόσο ζωντανές ήταν όλες αυτές οι περιοχές, που έχουν σήμερα καταστεί δύσβατες και έχουν εγκαταλειφθεί. Συνοικίες, όπως η Ανω Γατζέα, τα Αργυραίικα Βυζίτσας, ο Αγιος Αθανάσιος Πινακατών, η Βροχιά Αγίου Λαυρεντίου, το Καλαμάκι, η Λαμπινού, ο Κάλαμος και η Πάλτση συγκέντρωναν παραγωγικές δραστηριότητες των πηλιορειτών.
Οι περισσότερες παραγωγικές δραστηριότητες της προβιομηχανικής περιόδου λειτούργησαν χάρη στην ενέργεια που παρήγαγαν τα ζώα (ιπποκίνηση), το νερό (υδάτινη) ή ο αέρας (αιολική). Στο Πήλιο του 19ου και των αρχών του 20ού αι. κυριάρχησαν τα ιπποκίνητα και τα υδροκίνητα εργαστήρια: ελαιοτριβεία, νερόμυλοι και νεροτριβές. Ο τεχνολογικός εξοπλισμός των νερόμυλων περιελάμβανε την παραδοσιακή φτερωτή και το μύλο με τις μυλόπετρες. Το νερό έπεφτε στη φτερωτή και μέσω ενός άξονα έδινε κίνηση στις μυλόπετρες. Στα ιπποκίνητα ελαιοτριβεία στη θέση της φτερωτής υπήρχαν ζεμένα ζώα που περιστρέφονταν σε έναν κυκλικό χώρο. Στα ελαιοτριβεία η παραγωγική διαδικασία και ο μηχανολογικός εξοπλισμός ήταν πιο περίπλοκα. Η μεγαλύτερη συγκέντρωση ιπποκίνητων εγκαταστάσεων καταγράφεται στους πρώην δήμους Αφετών και Αργαλαστής και η αντίστοιχη των υδροκίνητων στους πρώην δήμους Μηλεών και Αρτέμιδας.
Η γεωφυσική μορφολογία της περιοχής εξηγεί επαρκώς αυτή τη διαφοροποίηση στην τεχνολογία. Και οι δύο μορφές τεχνολογίας φαίνεται πως κατάφεραν να επιβιώσουν ως τη δεκαετία του 1940. Από το 1920, οι πηλιορείτικες βιοτεχνίες επιχειρούν να ανανεώσουν τον εξοπλισμό τους τοποθετώντας ατμομηχανές και αργότερα πετρελαιομηχανές.
Τέλος, καταγράφηκαν βυρσοδεψεία, ντριστέλες, μεταξουργεία στα Ανω Λεχώνια και ναυπηγείο στο Τρίκερι, περιπτώσεις εγκαταστάσεων οι οποίες μαρτυρούν δραστηριότητες που έχουν εκλείψει εδώ και δεκαετίες από το Πήλιο.

Κομμάτια της παράδοσης
Οι πρώτες μορφές εκβιομηχάνισης ξεκίνησαν το 1750 και για ένα περίπου αιώνα (μέχρι το 1850) έφτασαν στη μέγιστη ακμή τους. Αυτές ήταν η μεταξουργία, η βυρσοδεψία, τα ελαιοτριβεία, οι ανεμόμυλοι, οι ντριστέλες και λιγότερο η εξόρυξη μεταλλευμάτων.
Το παραδοσιακό βιοτεχνικό εργαστήρι αποτελεί κομμάτι της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς της περιοχής. Η χωροθέτηση των εργαστηρίων, η σχέση τους με τους οικισμούς του Πηλίου, η ένταξή τους στο φυσικό περιβάλλον, το μέγεθός τους, ο τρόπος κατασκευής τους, η λιτότητα και η λειτουργικότητά τους και εν τέλει η συμμετοχή τους στην οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη του Πηλίου, αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση.
Η κατασκευή των πηλιορείτικων κτισμάτων στηριζόταν σε φυσικά ντόπια υλικά, την πέτρα, το ξύλο, την πλάκα και το κοκκινόχωμα. Τα βιοτεχνικά εργαστήρια στο Πήλιο, είναι ισόγεια και διώροφα κτίσματα απλής κατασκευής, μικρού και μεσαίου μεγέθους. Το μέγεθός τους επηρεάζεται σαφώς από τον παραδοσιακό τρόπο κατασκευής και τα διαθέσιμα ντόπια υλικά ενώ τα διακοσμητικά στοιχεία είναι ελάχιστα. Τα εργαστήρια αυτά είναι συνήθως τμήμα της κατοικίας του ιδιοκτήτη και όχι νέα ανεξάρτητα κτίσματα. Οι περισσότερες επιχειρήσεις ήταν οικογενειακής μορφής ενώ ο βασικός παράγοντας για την επιλογή του χώρου ήταν η ύπαρξη του νερού, το οποίο αποτελούσε και τη βασική κινητήρια δύναμη, για τους νερόμυλους, τα ελαιοτριβεία, τις ντριστέλες και τα βυρσοδεψεία, αλλά βεβαίως και η δυνατότητα της εύκολης σχετικά πρόσβασης.

Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά
Συνήθως τα ελαιοτριβεία ήταν απλά, λιθόκτιστα, ορθογώνια, ισόγεια και σπανίως διώροφα κτίσματα. Τα «πατητήρια» της Τουρκοκρατίας, έδωσαν τη θέση τους στις «γαλιάγρες» της δεκαετίας του 1860-70. Η μεταφορά του καρπού γινόταν με τα ζώα σε ειδικά κοφίνια στηριγμένα για αντίβαρο και στις δύο πλευρές. Οι εργάτες έριχναν τον καρπό στο «πατητήρι» και, μέσω της κίνησης της «ρόδας» από το νερό, γινόταν η άλεση της ελιάς από δύο μεγάλες κυκλικές πέτρες.
Οι αλευρόμυλοι ήταν συνήθως απλά διώροφα ορθογώνια κτίσματα. Ο δεύτερος όροφος χρησιμοποιούνταν ως κατοικία της οικογένειας του ιδιοκτήτη ή αργότερα ως αποθηκευτικός χώρος για την αποθήκευση των προϊόντων. Το σιτάρι μεταφερόταν στο μύλο με ζώα, αφού κοσκινίζονταν το πήγαιναν με κοφίνια στη μυλόπετρα και τη συνέχεια μαζεύονταν σε τσουβάλια, αποφλοιωνόταν και τελικά το χοντροαλεσμένο αλεύρι πήγαινε για το τελικό άλεσμα.
Τα μεταξουργεία ήταν επίσης αναπόσπαστα συνδεδεμένα με την εμπορική δραστηριότητα του περασμένου αιώνα. Αλλωστε, η επαρχία του Πηλίου φημιζόταν για την παραγωγή ξηρών κουκουλιών, ενώ το κύριο προϊόν του Πηλίου τον 18ο - 19ο αιώνα ήταν το μετάξι. Ως εργαστήρια την περίοδο εκείνη χρησιμοποιούνταν συνήθως ο τελευταίος όροφος των κατοικιών και η σάλα που είχε πολλά ανοίγματα, φως και αέρα. Τομή για την τοπική παραγωγική δραστηριότητα αποτέλεσε η ίδρυση στα Ανω Λεχώνια του μεταξουργείου Κοκοσλή (1865), στην περίπτωση του οποίου τα χαρακτηριστικά αλλάζουν και παίρνουν τη μορφή του εργοστασίου με μεγάλο εμβαδόν, όγκο, και εσωτερικό ύψος.
Οι ντριστέλες ήταν οι πιο απλές από όλες τις υδροκίνητες εγκαταστάσεις και ως προς την κατασκευή, γιατί δεν διέθεταν μηχανισμούς, αλλά και ως προς τη λειτουργία γιατί δεν χρειαζόταν χειριστής να την παρακολουθεί και αν τη ρυθμίζει. Αλλοτε ήταν υπαίθριες και άλλοτε στεγασμένες, γι’ αυτό και οι κτιριακές εγκαταστάσεις ήταν πολύ μικρότερες από τα υπόλοιπα εργαστήρια. Χρησιμοποιούνταν για το ετήσιο πλύσιμο των μάλλινων υφασμάτων αλλά και για την επεξεργασία στο στάδιο της κατασκευής, για να γίνουν πιο αφράτα και να δέσουν μαζί τα μάλλινα υφάσματα. Η εγκατάσταση ήταν απλή και περιελάμβανε τον αγωγό μεταφοράς του νερού και τη ντριστέλα. Ηταν συνήθως ένα ξύλινος κάδος κωνικός που τοποθετούνταν μέσα στο έδαφος. Η τέχνη του ντριστελιάρη φαινόταν από τον υπολογισμό του χρόνου που κάθε υφαντό έπρεπε να μείνει στον κάδο, ούτος ώστε να υπάρχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.

Αφησαν εποχή
Για τις ανάγκες του ρεπορτάζ παρουσιάζονται, ενδεικτικά, χαρακτηριστικά παραδείγματα τύπων παραδοσιακών εργαστηρίων της περιοχής μας, τα οποία δίνουν το στίγμα μιας άλλης εποχής.
Ο Αλευρόμυλος Ζαφρακόπουλου στον Ανω Βόλο, ιδρύθηκε το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, περιήλθε στην ιδιοκτησία του Κωνσταντίνου Ζαφρακόπουλου του 1883 και σταμάτησε να λειτουργεί το 1950. Ηταν από τους πρώτους μύλους που ιδρύθηκαν στην περιοχή και από τους παλαιότερους που σώζονται σήμερα. Πρόκειται για διώροφο πέτρινο κτίσμα από το οποίο σώζονται μόνο οι εξωτερικοί πέτρινοι τοίχοι και υπολείμματα των εξωτερικών ξύλινων κουφωμάτων. Το κτίσμα ήταν λιτό με μόνο διακοσμητικό στοιχείο το οριζόντιο γείσο από κεραμίδι στις δύο μικρές πλευρές του. Η κίνηση του μύλου γινόταν με την πίεση του νερού. Από το μηχανολογικό εξοπλισμό του σώζεται η φτερωτή ενώ η στέγη έχει καταρρεύσει.
Εξωτερική άποψη του αλευρόμυλου Ζαφρακόπουλου
Εξωτερική άποψη του αλευρόμυλου Ζαφρακόπουλου

Το βυρσοδεψείο Συνεταιρισμού στη Μακρινίτσα, βρίσκεται στη συνοικία της Κουκουράβας. Ηταν ατμοκίνητο και ιδρύθηκε στις αρχές του 1920 στην προσπάθεια του συνεταιρισμού βυρσοδεψών να ανταποκριθούν με σύμπραξη στον ανταγωνισμό της αγοράς δέρματος. Η προσπάθεια δεν τελεσφόρησε και ουσιαστικά το εργοστάσιο δε λειτούργησε ποτέ. Πρόκειται για ισόγεια λιθόκτιστη οικοδομή, η στέγη της οποίας έχει καταρρεύσει. Η κατάσταση διατήρησης των υφισταμένων τμημάτων του κτίσματος είναι αρκετά καλή. Διέθετε νερόμυλο για το άλεσμα των δεψικών υλών, από τον οποίο σώζονται μηχανικά υπολείμματα ενώ σώζεται και η βάση του κυλίνδρου.
Εικόνα του Βυρσοδεψείου του Συνεταιρισμού Βυρσοδεψών στη Μακρινίτσα
Εικόνα του Βυρσοδεψείου του Συνεταιρισμού Βυρσοδεψών στη Μακρινίτσα

Το Μεταξουργείο Κοκκοσλή στα Ανω Λεχώνια, που ίδρυσαν στη δεκαετία του 1860 οι αδελφοί Κοκκοσλή μέσα στο κτήμα τους στα Λεχώνια, αποτέλεσε μοναδική για την εποχή επένδυση. Το συγκρότημα λειτούργησε ως ενιαίο σύνολο ως τη δεκαετία του 1910. Το μεταξουργείο Κοκκοσλή στεγαζόταν σε δύο κτίρια, ένα διώροφο και ένα μονώροφο, και τα δύο υδροκίνητα. Διέθετε αποθήκες για κουκούλια και κλίβανο για την αποξήρανσή τους. Στην ακμή του απασχολούσε 200 περίπου νεαρά κορίτσια και εξαρχής λειτουργούσε εποχιακά. Ηταν υδροκίνητο και ο τροχός κινούσε τις ανέμες με τα κατάλληλα συστήματα μετάδοσης της κίνησης. Στο εγκαταλελειμμένο πλέον συγκρότημα σώζεται ένα από τα δύο κτίρια του μεταξουργείου.
Το Μεταξουργείο Κοκοσλή στα Λεχώνια
Το Μεταξουργείο Κοκοσλή στα Λεχώνια

Το ελαιοτριβείο Θ. Τσακνάκη, στο Μαλάκι, δεν είναι γνωστό πότε ιδρύθηκε. Εμφανίζεται να λειτουργεί το 1911 σε επαγγελματικό οδηγό της περιοχής, ενώ η λειτουργία του σταμάτησε τη δεκαετία του 1940. Το συγκεκριμένο κτίριο ήταν ταυτόχρονα αποθηκευτικός χώρος και οικεία. Είναι μεγάλο διώροφο κτίριο με μπαλκόνι και στέγαζε το ελαιοτριβείο, σύστημα υδροκίνησης, μικρή δεξαμενή, αποθηκευτικούς χώρους, μία μεγάλη φτερωτή και μία διώροφη οικία. Σήμερα σώζεται σε καλή κατάσταση η μεγάλη ξύλινη φτερωτή.
Η ξύλινη φτερωτή του ελαιοτριβείου Τσακνάκη στο Μαλάκι
Η ξύλινη φτερωτή του ελαιοτριβείου Τσακνάκη στο Μαλάκι


Συλλογική δουλειά
Επιστημονικοί υπεύθυνοι του παραπάνω ερευνητικού προγράμματος ήταν οι: Δημήτρης Παλιούρας, αρχιτέκτων - μηχανικός, νυν διευθυντής επί τιμή της Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων και Τεχνικών Εργων Θεσσαλίας, ο οποίος δραστηριοποιήθηκε στον εντοπισμό των εργαστηρίων. Την ιστορική - εθνογραφική τεκμηρίωση ανέλαβαν η Χριστίνα Αγριαντώνη, συντ. καθηγήτρια Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, η Αίγλη Δημόγλου, ιστορικός, ερευνήτρια του ΔΗΚΙ Βόλου, νυν διευθύντρια στο τμήμα Μουσείων Διευθύντρια στη Διεύθυνση Αρχείων, Μουσείων και Βιβλιοθηκών Δήμου Βόλου. Την Αρχιτεκτονική αποτύπωση ανέλαβαν ο Κώστας Αδαμάκης, αναπληρωτής καθηγητής Τμήματος Αρχιτεκτόνων - Μηχανικών Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, ο Νίκος Μπελαβίλας, αναπληρωτής καθηγητής Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μετσόβιου Πολυτεχνείου και η Εύη Τζαβέλλα - Αδαμάκη, αρχιτέκτων. Για την καταγραφή του μηχανολογικού εξοπλισμού εργάστηκε ο κ. Βασίλης Λινάρδος, μηχανικός. Για την πραγματοποίηση του συγκεκριμένου ρεπορτάζ, σημαντική ήταν η συνδρομή του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς.
Ο αλευρόμυλος Κοντογιάννη
Ο αλευρόμυλος Κοντογιάννη

Ελαιοτριβείο Φώτου
Ελαιοτριβείο Φώτου

Κλειστό το ελαιοτριβείο Απόστολου Μίχου στη Δράκεια
Κλειστό το ελαιοτριβείο Απόστολου Μίχου στη Δράκεια

Ο αλευρόμυλος Καρακίτσου
Ο αλευρόμυλος Καρακίτσου

Exhibition Icôns refugees’heirlooms-Έκθεση στο Μουσείο Ιστορίας της Νάντης σε συνεργασία με το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο


From 2 July to 13 November 2016
Bâtiment des expositions
On July 24th 1923, the Treaty of Lausanne was signed, ending the war between Greece and Turkey that began in 1919.
It is considered to be the last peace treaty of WWI and has been judged by some to be the only guarantee of lasting peace between Greece and Turkey. For others, it was a violation of Human Rights.

The treaty imposed the exchange of civil populations and defined the terms of forced migration on both sides of the Aegean Sea.
1.3 million Greeks and 400,000 Muslims were forced to leave their homes, leaving their belongings behind.

At the moment of their exile, many of the Greek men and women of Asia Minor left with their religious icons, or those from their churches. These precious, sacred, or protective objects established a link between an old and a new country, between an old and a new life.


Today, some icons in France act as a testament of a migration extending far beyond Greece’s borders.

Each one tells a story.

The exhibition on display at the Musée d’histoire de Nantes, in partnership with the Byzantine and Christian Museum in Athens, offers a chance to discover the exceptional objects from the Refugee Treasures exhibition presented in 2009 in Athens, and a selection of items conserved in France that will be presented for the first time.

Exhibition curator: Kiriaki Tsesmeloglou, member of the Icon Network association, restorer and conservator of painted works
logo_iconnetwork_cmjn.jpg

Associate curator: Maria Filipoussis
Author of reference texts: Katerina Seraïdar, anthropologist
Author of fictional stories: Christos Chryssopoulos, author

Drafting and scientific monitoring: Krystel Gualdé, musée d'histoire de Nantes
Project manager: Pierre Chotard, musée d’histoire de Nantes
Associate curator: Gaëlle David, musée d’histoire de Nantes

αναδημοσίευση από http://www.chateaunantes.fr

Byzantium through the Centuries

On 24 June 2016, as part of the Year of Greece in Russia and Russia in Greece 2016, the exhibition Byzantium through the Centuries will open in the State Hermitage as one of the main events of this cross-cultural year.

The exhibition has been organized by the State Hermitage and the Ministry of Culture and Sports of the Hellenic Republic.

The items included in the exhibition span the whole lifetime of Byzantine culture, from the early centuries to the fall of Constantinople to the Turks in 1453. They comprise sculpture; fragments of floor and wall mosaics; fragments of frescoes; bronze liturgical vessels; gold jewellery; cloisonné enamels; a unique two-metre 13th-century Shroud of Christ from Thessaloniki; illuminated manuscripts of the 10th–15th centuries, many of which are famous examples featured in books; and, of course, painted icons of the 12th to mid-15th centuries, supplemented by a unique mosaic Virgin Episkepsis.

Museums, libraries and monasteries in Athens, Thessaloniki, Kastoria, Veria, Corinth, Sparta, Rhodes, Argos, Chalcis, Boeotia, Serres, Lesbos and the Cyclades have provided items for display in St Petersburg. Never before has such a representative delegation of Byzantine “fine art” come to Russia from Greece.

The main aim of the exhibition is to draw particular attention to the aesthetics, artistic style, beauty and harmony of Byzantine art; to show its Hellenistic origins, not only through sculpture and monumental painting, but also through works of jewellery.

Byzantium acknowledged and used icons created in various techniques and materials: painted; chased in gold, silver and copper, often with gilding; carved from marble, ivory, soapstone or wood; created with cloisonné enamel on a gold, silver or occasionally copper base; made from minute semiprecious stones and gilded silver plaques.

The icon travelled a difficult and painful course in Orthodox Christian culture, a course of searchings, heresies, the establishment of theological and iconographic canons. The iconographic canon restricted an artist quite severely in the development of the subject line, directing his creative energy into the sphere of means of expression. At the same time, within the bounds of a single iconographic canon, we do not find identical icons, we do not see “copies of a copy”. Each image is individual, filled with its own aesthetic beauty; each stirs the soul, issuing a summons to perfection, goodness and faith.

The State Hermitage possesses one of the finest collections of Byzantine icons of the 7th–15th centuries. One of the rare pieces in the Hermitage collection is a 12th-century icon of the Transfiguration with a red ground that was an element of an epistyle. The icon was a part of a single Festivals row painted on a long chestnut-wood panel, later sawn into separate scenes. A few icons from this complex have survived: two are in the Monastery of Vatopedi on Mount Athos; another, The Raising of Lazarus, is in the Byzantine Museum in Athens. Visitors to the exhibition will have the unique opportunity to see the Athens and Petersburg icons together.

Constantinople’s wealth of remarkable works of Antiquity undoubtedly played an important positive role in the formation of the city’s refined artistic style. From all corners of the empire, and even from Rome itself, masterpieces were transported to the shores of the Bosphorus. Marble and bronze sculptures, busts, columns and obelisks flooded into the new capital. The Byzantines lived surrounded by great works of ancient plastic art, to which they quickly became accustomed, quite calmly accepting their “pagan origin” and “naked shamelessness”. Fairly often, though, especially in the provinces, people treated the legacy of Antiquity in a very simple manner: they would carve a cross on the forehead of a marble idol, thus sanctifying it and stripping the pagan deity of its power and authority. That is just what was done with the faces of Aphrodite and a boy from the 1st century AD from Athens included in the exhibition. While the finely engraved cross on the boy’s forehead was added with great sensitivity and tact, the face of the goddess of love suffered considerably. One more example of such Christianisation and re-use can be found in the Hermitage collection: the wall of a child’s sarcophagus carrying circus scenes was hallowed by a large Greek cross on the reverse.

The Christianization extended not only to idols and marble slabs, but also to works of applied art. Examples are a bronze figure of Harpocrates (a fragment of a candelabrum or thymiaterion – incense burner) from the Hermitage collection and especially miniature precious cameos, where a skilled carver easily turned the emperor Caracalla into Saint Peter and a Roman matron into a young Christ Emmanuel. Such transformations of precious items were, of course, only possible in the capital or major urban centres. It was also considered that the removal of pagan sculptures or altars from temples to other places “unbefitting a deity” would deprive them of their magical power. Consequently, the statues of Greek and Roman gods on the streets and in the buildings of Constantinople and other cities of the Eastern Roman Empire were no longer perceived as idols, but as decorative features. Admittedly, at the same time, a belief in the power and magic of the pagan deities quite often endured in the mass consciousness, coming to the fore at moments of need. Sadly, few of the ancient sculptures that were once in the Byzantine capital have survived.

The art of producing durable and attractive mosaic floors was much in demand among the aristocracy of Byzantium. The floors of villas, even those located on the islands or regions remote from the capital, were made from colourful mosaics. The seasons, months, heavenly bodies, circus and hunting scenes, Orpheus, Apollo and the muses, portraits of famous poets made up the usual repertoire of early Byzantine mosaic floors. Quite often floors with plant and geometric ornamentation, birds and animals, and even narrative subjects, also featured Christian churches. One such floor mosaic from the 6th century, found in Chersonesus, the Byzantine polis in the Crimea, was brought to St Petersburg in 1853 and installed in the Athens Hall of the Imperial Hermitage (now Hall 112).

The exhibition includes parts of several different floors of this type. One large fragment depicts Autumn in the form of a full-length female figure moving with a slight dancing step and holding a cloth filled with fruit. This mosaic comes from Argos and dates from the 4th century.

The proclamation of Christianity as the official religion of the Eastern Roman Empire had no great impact on women’s love of expensive adornments that Christian authors declared to be attributes of evil and a low vice. In the jewellery of the early Christian period (1st–5th centuries), the general tendencies in shape and decoration remained fairly conservative over several centuries, while there was an astonishing variety in the details. The fashion was for both pure gold articles and those with inset precious stones and pearls, with the shape of the stones being as close as possible to that provided by nature.  The range of techniques employed was also large: casting, chasing, stamping, raising, wirework, granulation (and false granulation), filigree and cold inlay. In the 9th–10th centuries cloisonné enamel was added to this arsenal.

A striking chronological dissonance among the Byzantine icons, mosaics and frescoes is sounded by the late 16th-century painting of The Apostle Peter by El Greco that reflects the unfading genius of the Humanistic Byzantine legacy. It is not for nothing that people speak of El Greco as the last Byzantine artist and the last Byzantine Humanist.

The exhibition is accompanied by printed publications, explications and special films about Byzantium and the museums in the information zone.

The exhibition curator is Yuri Alexandrovich Pyatnitsky, senior researcher of the Byzantium and Middle East Sector of the State Hermitage’s Department of the East.

An illustrated scholarly publication in Russian has been prepared for the exhibition (Art of Miraculous Beauty and Spirituality; State Hermitage Publishing House, 2016) with text by Yuri Pyatnitsky.
αναδημοσίευση από http://www.hermitagemuseum.org

Δευτέρα 27 Ιουνίου 2016

Παράθυρο στο Ελλάνιον Όρος


ΑΙΓΙΝΑ-ΣΠΙΤΙΑ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ


"Οι Ελληνικοί θησαυροί στην Οικουμένη"

Παρασκευή 1 Ιουλίου 2016 και ώρα : 20:30
Αμφιθέατρο Ιδρύματος Ανδρέα Καψάλη
ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗ

"Οι Ελληνικοί θησαυροί στην Οικουμένη"
Ομιλήτρια:
κα Ξένη Αραπογιάννη αρχαιολόγος - συγγραφέας
Διευθύντρια Αρχαιοτήτων Ολυμπίας - Καλαμάτας
Η εκδήλωση πλαισιώνεται από την Ομάδα Έρευνας Αρχαίων Χορών "Φιλομήλαι"
Βράβευση των αριστούχων στην ιστορία μαθητών του νησιού.
Διοργάνωση:
Ίδρυμα Ανδρέα Καψάλη
& Σύλλογος Φίλων Ιδρύματος
Παρουσίαση:
Έλενα Γαλάρη - Δημοσιογράφος
Συντονισμός:
Σοφία Παραδείση - Δημοσιογράφος
Καλλιτεχνική Επιμέλεια:
Ξανθένια Μαντά
Ευχαριστούμε θερμά για την στήριξη:
HSW | SF| Ellinikon seaside

Σάββατο 11 Ιουνίου 2016

Ετοιμασίες στην αυλή του Ιστορικού και Λαογραφικού Μουσείου Αίγινας για την έναρξη της θερινής περιόδου εκδηλώσεων

Συγχαρητήρια στην πρωτοβουλία του ΔΣ της  ΚΕΔΑ και ιδιαίτερα του προέδρου της κ. Ι. Ζορμπά που βρίσκεται πίσω από την αλλαγή που παρατηρούμε τις τελευταίες μέρες στην αυλή του Ιστορικού και Λαογραφικού Μουσείου του νησιού μας.
Σημαντική είναι η προσφορά του εθελοντή Γιώργου Καρύδη στην επιλογή και την τοποθέτηση των όμορφων πήλινων γλαστρών καθώς και την επίβλεψη για τον καθαρισμό του χώρου, την τοποθέτηση πικροδαφνών και πολλών τραπεζιών περιμετρικά του χώρου έτσι ώστε ο επισκέπτης να μπορεί να ξεκουράζεται. 
Δείτε μερικές φωτογραφίες από τις αλλαγές που έχουν γίνει. Οι εργασίες  αναμένεται να ολοκληρωθούν σύντομα.




































@Πυξίδα Πολιτισμού 

Μάγια Πικάσο / Πέθανε η κόρη του σπουδαίου ζωγράφου

  Η μεγαλύτερη κόρη του Πικάσο, πρωτοστάτησε σε πολλές σημαντικές δωρεές της κληρονομιάς του στο γαλλικό κράτος Η κόρη του Πάμπλο Πικάσο και...