αναδημοσίευση από www.taxydromos.gr
Δεκαετής έρευνα του Πολιτιστικού Ιδρύματος του Ομίλου Πειραιώς έφερε στο φως σημαντικά μνημεία της νεότερης περιόδου, τα οποία συνδέθηκαν με τις εμπορικές δραστηριότητες του περασμένου αιώνα.
Αρρηκτα συνδεδεμένα με το διαχρονικό πλούτο του Πηλίου είναι τα διακόσια και πλέον παραδοσιακά εργαστήρια τα οποία καταγράφηκαν στο πλαίσιο ερευνητικού προγράμματος του Πολιτιστικού Ιδρύματος του Ομίλου Πειραιώς που διήρκεσε δέκα χρόνια, φέρνοντας στο φως μια σημαντική παρακαταθήκη του παρελθόντος. Η συντριπτική πλειοψηφία των παραδοσιακών εργαστηρίων που λειτούργησαν τον προηγούμενο αιώνα, περιελάμβανε ελαιοτριβεία, βυρσοδεψία, ντριστέλες, μεταξουργεία, αλευρόμυλους κ.α., τα οποία λειτουργούσαν είτε με τη βοήθεια του νερού είτε χάρη στη δύναμη των ζώων, στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα. Η συστηματική καταγραφή των παραδοσιακών εργαστηρίων, τα οποία εντοπίζονται κυρίως στο νότιο τμήμα του Πηλίου, αλλά και στα διοικητικά όρια του ενιαίου, πλέον, Δήμου Βόλου, συμπληρώνει το παζλ της ιστορικής γνώσης και αναδεικνύει μια άγνωστη πτυχή της τοπικής παράδοσης, που φτάνει μέχρι τις μέρες μας.
Ρεπορτάζ: ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΥΔΡΑΙΟΥ
Η έρευνα που διεξήχθη από το Πολιτιστικό Ιδρυμα του Ομίλου Πειραιώς, αφορούσε στον εντοπισμό των εργαστηρίων, την ιστορική τους τεκμηρίωση, την αρχιτεκτονική τους αποτύπωση και την αποτύπωση του μηχανολογικού τους εξοπλισμού, όπου σώζονταν. Το μεγαλύτερο ποσοστό των εργαστηρίων αφορούσε σε βασικά προϊόντα (λάδι, αλεύρι). Περισσότερα από τα μισά εργαστήρια ήταν εγκαταλελειμμένα, αν και σε καλή κατάσταση, ενώ τα περισσότερα δεν βρίσκονταν σε λειτουργία.
Η καταγραφή οδήγησε σε εξαιρετικά χρήσιμα συμπεράσματα για την παραγωγή, την οικονομία του Πηλίου, δηλαδή την τεχνολογία, τους τόπους και τα μεγέθη της παραγωγής, τους τόπους αποθήκευσης και τους τρόπους μεταφοράς, την εμπορία, την υποχώρηση ορισμένων κλάδων, την επιβίωση ή την ανάπτυξη άλλων, αλλά και τη σχέση των εγκαταστάσεων με το φυσικό τους περιβάλλον.
Οι υδροκίνητες εγκαταστάσεις, συχνά μακριά από τον πυρήνα των οικισμών, αναζήτησαν τους υδάτινους πόρους, ενώ ο οδοντωτός σιδηρόδρομος προσέλκυσε επιχειρήσεις κατά μήκος των σιδηροδρομικών γραμμών. Η διασπορά των επιχειρήσεων σε όλη την έκταση του Πηλίου, εντός κι εκτός των οικισμών, θυμίζει πόσο ζωντανές ήταν όλες αυτές οι περιοχές, που έχουν σήμερα καταστεί δύσβατες και έχουν εγκαταλειφθεί. Συνοικίες, όπως η Ανω Γατζέα, τα Αργυραίικα Βυζίτσας, ο Αγιος Αθανάσιος Πινακατών, η Βροχιά Αγίου Λαυρεντίου, το Καλαμάκι, η Λαμπινού, ο Κάλαμος και η Πάλτση συγκέντρωναν παραγωγικές δραστηριότητες των πηλιορειτών.
Οι περισσότερες παραγωγικές δραστηριότητες της προβιομηχανικής περιόδου λειτούργησαν χάρη στην ενέργεια που παρήγαγαν τα ζώα (ιπποκίνηση), το νερό (υδάτινη) ή ο αέρας (αιολική). Στο Πήλιο του 19ου και των αρχών του 20ού αι. κυριάρχησαν τα ιπποκίνητα και τα υδροκίνητα εργαστήρια: ελαιοτριβεία, νερόμυλοι και νεροτριβές. Ο τεχνολογικός εξοπλισμός των νερόμυλων περιελάμβανε την παραδοσιακή φτερωτή και το μύλο με τις μυλόπετρες. Το νερό έπεφτε στη φτερωτή και μέσω ενός άξονα έδινε κίνηση στις μυλόπετρες. Στα ιπποκίνητα ελαιοτριβεία στη θέση της φτερωτής υπήρχαν ζεμένα ζώα που περιστρέφονταν σε έναν κυκλικό χώρο. Στα ελαιοτριβεία η παραγωγική διαδικασία και ο μηχανολογικός εξοπλισμός ήταν πιο περίπλοκα. Η μεγαλύτερη συγκέντρωση ιπποκίνητων εγκαταστάσεων καταγράφεται στους πρώην δήμους Αφετών και Αργαλαστής και η αντίστοιχη των υδροκίνητων στους πρώην δήμους Μηλεών και Αρτέμιδας.
Η γεωφυσική μορφολογία της περιοχής εξηγεί επαρκώς αυτή τη διαφοροποίηση στην τεχνολογία. Και οι δύο μορφές τεχνολογίας φαίνεται πως κατάφεραν να επιβιώσουν ως τη δεκαετία του 1940. Από το 1920, οι πηλιορείτικες βιοτεχνίες επιχειρούν να ανανεώσουν τον εξοπλισμό τους τοποθετώντας ατμομηχανές και αργότερα πετρελαιομηχανές.
Τέλος, καταγράφηκαν βυρσοδεψεία, ντριστέλες, μεταξουργεία στα Ανω Λεχώνια και ναυπηγείο στο Τρίκερι, περιπτώσεις εγκαταστάσεων οι οποίες μαρτυρούν δραστηριότητες που έχουν εκλείψει εδώ και δεκαετίες από το Πήλιο.
Κομμάτια της παράδοσης
Οι πρώτες μορφές εκβιομηχάνισης ξεκίνησαν το 1750 και για ένα περίπου αιώνα (μέχρι το 1850) έφτασαν στη μέγιστη ακμή τους. Αυτές ήταν η μεταξουργία, η βυρσοδεψία, τα ελαιοτριβεία, οι ανεμόμυλοι, οι ντριστέλες και λιγότερο η εξόρυξη μεταλλευμάτων.
Το παραδοσιακό βιοτεχνικό εργαστήρι αποτελεί κομμάτι της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς της περιοχής. Η χωροθέτηση των εργαστηρίων, η σχέση τους με τους οικισμούς του Πηλίου, η ένταξή τους στο φυσικό περιβάλλον, το μέγεθός τους, ο τρόπος κατασκευής τους, η λιτότητα και η λειτουργικότητά τους και εν τέλει η συμμετοχή τους στην οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη του Πηλίου, αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση.
Η κατασκευή των πηλιορείτικων κτισμάτων στηριζόταν σε φυσικά ντόπια υλικά, την πέτρα, το ξύλο, την πλάκα και το κοκκινόχωμα. Τα βιοτεχνικά εργαστήρια στο Πήλιο, είναι ισόγεια και διώροφα κτίσματα απλής κατασκευής, μικρού και μεσαίου μεγέθους. Το μέγεθός τους επηρεάζεται σαφώς από τον παραδοσιακό τρόπο κατασκευής και τα διαθέσιμα ντόπια υλικά ενώ τα διακοσμητικά στοιχεία είναι ελάχιστα. Τα εργαστήρια αυτά είναι συνήθως τμήμα της κατοικίας του ιδιοκτήτη και όχι νέα ανεξάρτητα κτίσματα. Οι περισσότερες επιχειρήσεις ήταν οικογενειακής μορφής ενώ ο βασικός παράγοντας για την επιλογή του χώρου ήταν η ύπαρξη του νερού, το οποίο αποτελούσε και τη βασική κινητήρια δύναμη, για τους νερόμυλους, τα ελαιοτριβεία, τις ντριστέλες και τα βυρσοδεψεία, αλλά βεβαίως και η δυνατότητα της εύκολης σχετικά πρόσβασης.
Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά
Συνήθως τα ελαιοτριβεία ήταν απλά, λιθόκτιστα, ορθογώνια, ισόγεια και σπανίως διώροφα κτίσματα. Τα «πατητήρια» της Τουρκοκρατίας, έδωσαν τη θέση τους στις «γαλιάγρες» της δεκαετίας του 1860-70. Η μεταφορά του καρπού γινόταν με τα ζώα σε ειδικά κοφίνια στηριγμένα για αντίβαρο και στις δύο πλευρές. Οι εργάτες έριχναν τον καρπό στο «πατητήρι» και, μέσω της κίνησης της «ρόδας» από το νερό, γινόταν η άλεση της ελιάς από δύο μεγάλες κυκλικές πέτρες.
Οι αλευρόμυλοι ήταν συνήθως απλά διώροφα ορθογώνια κτίσματα. Ο δεύτερος όροφος χρησιμοποιούνταν ως κατοικία της οικογένειας του ιδιοκτήτη ή αργότερα ως αποθηκευτικός χώρος για την αποθήκευση των προϊόντων. Το σιτάρι μεταφερόταν στο μύλο με ζώα, αφού κοσκινίζονταν το πήγαιναν με κοφίνια στη μυλόπετρα και τη συνέχεια μαζεύονταν σε τσουβάλια, αποφλοιωνόταν και τελικά το χοντροαλεσμένο αλεύρι πήγαινε για το τελικό άλεσμα.
Τα μεταξουργεία ήταν επίσης αναπόσπαστα συνδεδεμένα με την εμπορική δραστηριότητα του περασμένου αιώνα. Αλλωστε, η επαρχία του Πηλίου φημιζόταν για την παραγωγή ξηρών κουκουλιών, ενώ το κύριο προϊόν του Πηλίου τον 18ο - 19ο αιώνα ήταν το μετάξι. Ως εργαστήρια την περίοδο εκείνη χρησιμοποιούνταν συνήθως ο τελευταίος όροφος των κατοικιών και η σάλα που είχε πολλά ανοίγματα, φως και αέρα. Τομή για την τοπική παραγωγική δραστηριότητα αποτέλεσε η ίδρυση στα Ανω Λεχώνια του μεταξουργείου Κοκοσλή (1865), στην περίπτωση του οποίου τα χαρακτηριστικά αλλάζουν και παίρνουν τη μορφή του εργοστασίου με μεγάλο εμβαδόν, όγκο, και εσωτερικό ύψος.
Οι ντριστέλες ήταν οι πιο απλές από όλες τις υδροκίνητες εγκαταστάσεις και ως προς την κατασκευή, γιατί δεν διέθεταν μηχανισμούς, αλλά και ως προς τη λειτουργία γιατί δεν χρειαζόταν χειριστής να την παρακολουθεί και αν τη ρυθμίζει. Αλλοτε ήταν υπαίθριες και άλλοτε στεγασμένες, γι’ αυτό και οι κτιριακές εγκαταστάσεις ήταν πολύ μικρότερες από τα υπόλοιπα εργαστήρια. Χρησιμοποιούνταν για το ετήσιο πλύσιμο των μάλλινων υφασμάτων αλλά και για την επεξεργασία στο στάδιο της κατασκευής, για να γίνουν πιο αφράτα και να δέσουν μαζί τα μάλλινα υφάσματα. Η εγκατάσταση ήταν απλή και περιελάμβανε τον αγωγό μεταφοράς του νερού και τη ντριστέλα. Ηταν συνήθως ένα ξύλινος κάδος κωνικός που τοποθετούνταν μέσα στο έδαφος. Η τέχνη του ντριστελιάρη φαινόταν από τον υπολογισμό του χρόνου που κάθε υφαντό έπρεπε να μείνει στον κάδο, ούτος ώστε να υπάρχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.
Αφησαν εποχή
Για τις ανάγκες του ρεπορτάζ παρουσιάζονται, ενδεικτικά, χαρακτηριστικά παραδείγματα τύπων παραδοσιακών εργαστηρίων της περιοχής μας, τα οποία δίνουν το στίγμα μιας άλλης εποχής.
Ο Αλευρόμυλος Ζαφρακόπουλου στον Ανω Βόλο, ιδρύθηκε το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, περιήλθε στην ιδιοκτησία του Κωνσταντίνου Ζαφρακόπουλου του 1883 και σταμάτησε να λειτουργεί το 1950. Ηταν από τους πρώτους μύλους που ιδρύθηκαν στην περιοχή και από τους παλαιότερους που σώζονται σήμερα. Πρόκειται για διώροφο πέτρινο κτίσμα από το οποίο σώζονται μόνο οι εξωτερικοί πέτρινοι τοίχοι και υπολείμματα των εξωτερικών ξύλινων κουφωμάτων. Το κτίσμα ήταν λιτό με μόνο διακοσμητικό στοιχείο το οριζόντιο γείσο από κεραμίδι στις δύο μικρές πλευρές του. Η κίνηση του μύλου γινόταν με την πίεση του νερού. Από το μηχανολογικό εξοπλισμό του σώζεται η φτερωτή ενώ η στέγη έχει καταρρεύσει.
Το βυρσοδεψείο Συνεταιρισμού στη Μακρινίτσα, βρίσκεται στη συνοικία της Κουκουράβας. Ηταν ατμοκίνητο και ιδρύθηκε στις αρχές του 1920 στην προσπάθεια του συνεταιρισμού βυρσοδεψών να ανταποκριθούν με σύμπραξη στον ανταγωνισμό της αγοράς δέρματος. Η προσπάθεια δεν τελεσφόρησε και ουσιαστικά το εργοστάσιο δε λειτούργησε ποτέ. Πρόκειται για ισόγεια λιθόκτιστη οικοδομή, η στέγη της οποίας έχει καταρρεύσει. Η κατάσταση διατήρησης των υφισταμένων τμημάτων του κτίσματος είναι αρκετά καλή. Διέθετε νερόμυλο για το άλεσμα των δεψικών υλών, από τον οποίο σώζονται μηχανικά υπολείμματα ενώ σώζεται και η βάση του κυλίνδρου.
Το Μεταξουργείο Κοκκοσλή στα Ανω Λεχώνια, που ίδρυσαν στη δεκαετία του 1860 οι αδελφοί Κοκκοσλή μέσα στο κτήμα τους στα Λεχώνια, αποτέλεσε μοναδική για την εποχή επένδυση. Το συγκρότημα λειτούργησε ως ενιαίο σύνολο ως τη δεκαετία του 1910. Το μεταξουργείο Κοκκοσλή στεγαζόταν σε δύο κτίρια, ένα διώροφο και ένα μονώροφο, και τα δύο υδροκίνητα. Διέθετε αποθήκες για κουκούλια και κλίβανο για την αποξήρανσή τους. Στην ακμή του απασχολούσε 200 περίπου νεαρά κορίτσια και εξαρχής λειτουργούσε εποχιακά. Ηταν υδροκίνητο και ο τροχός κινούσε τις ανέμες με τα κατάλληλα συστήματα μετάδοσης της κίνησης. Στο εγκαταλελειμμένο πλέον συγκρότημα σώζεται ένα από τα δύο κτίρια του μεταξουργείου.
Το ελαιοτριβείο Θ. Τσακνάκη, στο Μαλάκι, δεν είναι γνωστό πότε ιδρύθηκε. Εμφανίζεται να λειτουργεί το 1911 σε επαγγελματικό οδηγό της περιοχής, ενώ η λειτουργία του σταμάτησε τη δεκαετία του 1940. Το συγκεκριμένο κτίριο ήταν ταυτόχρονα αποθηκευτικός χώρος και οικεία. Είναι μεγάλο διώροφο κτίριο με μπαλκόνι και στέγαζε το ελαιοτριβείο, σύστημα υδροκίνησης, μικρή δεξαμενή, αποθηκευτικούς χώρους, μία μεγάλη φτερωτή και μία διώροφη οικία. Σήμερα σώζεται σε καλή κατάσταση η μεγάλη ξύλινη φτερωτή.
Συλλογική δουλειά
Επιστημονικοί υπεύθυνοι του παραπάνω ερευνητικού προγράμματος ήταν οι: Δημήτρης Παλιούρας, αρχιτέκτων - μηχανικός, νυν διευθυντής επί τιμή της Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων και Τεχνικών Εργων Θεσσαλίας, ο οποίος δραστηριοποιήθηκε στον εντοπισμό των εργαστηρίων. Την ιστορική - εθνογραφική τεκμηρίωση ανέλαβαν η Χριστίνα Αγριαντώνη, συντ. καθηγήτρια Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, η Αίγλη Δημόγλου, ιστορικός, ερευνήτρια του ΔΗΚΙ Βόλου, νυν διευθύντρια στο τμήμα Μουσείων Διευθύντρια στη Διεύθυνση Αρχείων, Μουσείων και Βιβλιοθηκών Δήμου Βόλου. Την Αρχιτεκτονική αποτύπωση ανέλαβαν ο Κώστας Αδαμάκης, αναπληρωτής καθηγητής Τμήματος Αρχιτεκτόνων - Μηχανικών Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, ο Νίκος Μπελαβίλας, αναπληρωτής καθηγητής Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μετσόβιου Πολυτεχνείου και η Εύη Τζαβέλλα - Αδαμάκη, αρχιτέκτων. Για την καταγραφή του μηχανολογικού εξοπλισμού εργάστηκε ο κ. Βασίλης Λινάρδος, μηχανικός. Για την πραγματοποίηση του συγκεκριμένου ρεπορτάζ, σημαντική ήταν η συνδρομή του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς.