Γνωρίζουμε ότι το βράδυ μεταξύ 12-13 Φεβρουαρίου 2012 μπήκε οριστικό τέλος στην περίοδο της Μεταπολίτευσης. Δεν είναι τόσο η ψήφιση του νέου Μνημονίου και των σκληρών ή αναγκαίων μεταρρυθμίσεων που επιβάλλει. Είναι η αποδιάρθρωση των δύο ανταγωνιστών της εξουσίας, είναι οι βαρυσήμαντες αλλά σχεδόν ταυτόσημες ομιλίες των δύο πολιτικών αρχηγών, είναι η κωμικοτραγική έκθεση του συμβολικού βάρους που κουβαλούν μορφές όπως αυτή του Μ. Θεοδωράκη και του Μ. Γλέζου, που φανέρωσαν ότι έχουμε μπει σε έναν άλλο πολιτικό κύκλο, σε μια νέα κοινωνική συνθήκη.
Οι χολιγουντιανές ταινίες δράσης, επιστημονικής φαντασίας και καταστροφής επιλέγουν σταθερά ένα εντυπωσιακό φινάλε όπου οι ήρωες θα επιβιώσουν μιας πραγματικής κατάρρευσης του υπάρχοντος κόσμου. Κάπως έτσι συνέβη και την ημέρα που τέλειωσε η Μεταπολίτευση. Πολύ καλοί γνώστες της σχετικής μυθολογίας και της αφηγηματικής σύμβασης, οι έλληνες αντιεξουσιαστές σκηνοθέτησαν με μαεστρία και ακρίβεια την καταστροφή της Αθήνας, με άλλοθι την επίθεση στα «άντρα του καπιταλισμού», στις τράπεζες (τις σχετικές ταινίες μάλλον τις έχουν δει πειρατικά ή στα Village, αλλά πάντως όχι στους κινηματογράφους που έκαψαν). Οι φωτιές σε δεκάδες σημαντικά κτίρια του κέντρου της πρωτεύουσας αποτέλεσαν έτσι το ιδανικό συμπλήρωμα των τηλεοπτικών πλάνων την ώρα που γινόταν η κρίσιμη ψηφοφορία στη Βουλή.
Ο εμπρησμός της πόλης από τους έλληνες μιμητές του κινηματογραφικού «V for Vendetta» υπήρξε βέβαια η συνέχεια των εμπρηστικών σχολίων της τηλεοπτικής (και όχι μόνο) αντιμνημονιακής δημοσιογραφίας, η οποία στην πλειονότητά της τις τελευταίες ημέρες σχεδόν εκλιπαρούσε τους βουλευτές να υποκύψουν στον «ευρωπαϊκό εκβιασμό» και «να σώσουν τη χώρα».
Πολύ γρήγορα τόσο στις τηλεοράσεις όσο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης άρχισε η φιλολογία για την ταυτότητα των εμπρηστών. Η συνήθης ερμηνεία των αριστερών κομμάτων για προβοκάτορες και δυσφημιστές της μεγάλης διαμαρτυρίας των πολιτών ανακυκλώθηκε τάχιστα. Εικόνες από τη βία που άσκησε η Ελληνική Αστυνομία χρησιμοποιήθηκαν ως αντίβαρο ή συμπλήρωμα της καταστροφικής αντιεξουσιαστικής επέλασης. Η απόγνωση πολλών πολιτών μπροστά στην καταστροφή πανέμορφων κτιρίων της Αθήνας και αγαπημένων πολιτιστικών στεκιών γρήγορα αντιμετωπίστηκε με απίστευτη επιθετικότητα: «Η σημερινή μέρα ήταν πολύ έντονη και κουράστηκα. Αύριο λέω να πάω ένα σινεμαδάκι για να χαλαρώσω. Τι παίζει το Αττικόν;» γράφει ένας διάσημος μπλόγκερ με το μηδενιστικό χιούμορ του. «Ο δήμαρχος της πρωτεύουσας επέλεξε σήμερα να κλάψει για έναν κινηματογράφο, μια καφετέρια, ένα νεοκλασικό στη Σταδίου, μια τράπεζα στην Πανεπιστημίου και τα μαρμάρινα σκαλοπάτια ενός ξενοδοχείου... Είναι πολιτική επιλογή να θρηνείς κατεστραμμένα κτίρια και όχι κατεστραμμένες και υποθηκευμένες ζωές» γράφεται σε ένα site εφημερίδας. Παρόμοια σχόλια έμμεσης ή άμεσης επιβράβευσης της καταστροφής και ενίσχυσης των εμφυλιοπολεμικών αισθημάτων κατακλύζουν το facebook. Ανάλογες αντιδράσεις βέβαια είχαν εμφανιστεί και στη δολοφονία των εργαζομένων της Marfin τον Μάιο του 2010, με τη σχετική παραφιλολογία να θέλει κυρίως υπεύθυνη την τράπεζα και όχι τους βομβιστές.
Το τέλος εποχής που ζούμε για κάποιους σημαίνει και την αρχή της απόλυτης αυθαιρεσίας. Από τη μια πλευρά υπάρχουν όλοι αυτοί που θέλουν να γίνουν ήρωες ταινίας του «Mad Max» και να επιβάλουν την πλήρη αναρχία, να ζήσουν την τέλεια δυστοπία. Από την άλλη, υπάρχουν όλοι εκείνοι που με συνέπεια ή αντιφάσεις έχουν επενδύσει πολιτικά ή οικονομικά στην άτακτη χρεοκοπία. Γι' αυτούς οι εικόνες καταστροφής αποτελούν θετικά σημάδια είτε για τις μεγαλεπήβολες ιδεοληψίες είτε για τις ωφελιμιστικές στοχοθεσίες τους.
Η συγκλονιστική φράση του ανυπεράσπιστου ιδιοκτήτη του κινηματογράφου Aστυ δείχνει σε ποιο σημείο συναντιούνται οι δύο παραπάνω ομάδες: «Κατέβηκαν οι γνωστοί κουκουλοφόροι, που μας ζήτησαν και λεφτά για να μην κάψουν το μαγαζί μας...». Ο «επαναστατικός αγώνας», και κυρίως τα πολεμοφόδια και οι επικοινωνιακές του πρακτικές (αφίσες κτλ.), χρειάζεται λεφτά για να συντηρηθεί. Ο «επαναστατικός σκοταδισμός», διάχυτος στα παλιά και νέα ΜΜΕ αλλά και σε μεγάλη μερίδα των προοδευτικών κομμάτων, «πουλάει» σε μια κοινωνία που και βάλλεται από την τιμωρητική αναλγησία της μονεταριστικής Δύσης και δεν θέλει να ξυπνήσει από τους μύθους του παρελθόντος και να ζήσει στο σήμερα που φωνάζει την άφιξή του με κάθε τρόπο. Είναι αναγκαίο να αποσυρθεί η κουκούλα του ιδεαλισμού που χρησιμοποιούν οι πρεσβευτές της ριζοσπαστικότητας και του μπάχαλου στην Ελλάδα και να αποκαλυφθεί το πολύπλευρο συμφέρον που αποκομίζουν.
Ο Βασίλης Βαμβακάς είναι λέκτορας στο Τμήμα Δημοσιογραφίας του ΑΠΘ