Λίγο πριν φύγει από τη ζωή, ο μεγάλος ζωγράφος αφηγήθηκε τις ιστορίες πίσω από κάποια εμβληματικά σχέδιά του. Αυτές έγιναν βιβλίο από τις εκδόσεις του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τράπεζας.
Μαρία Ρουσσέν, 1942
Είχαμε βρει αυτό το ύφασμα με την πρώτη γυναίκα μου, τη Μαρία Ρουσσέν (μπαίνανε οι Γερμανοί το ’41, κι εμείς παντρευόμαστε!). Μ’ άρεσε και της είπα να φτιάξει ένα φουστάνι τέτοιο. Στο Παρίσι, θυμάμαι, είχα δει στο Musée Carnavalet, που έχει όλα τα σχετικά με την εποχή της Γαλλικής Επαναστάσεως, ζωγραφική και άλλα και συγχρόνως μόδα, τι φορούσαν τότε. Το θυμάμαι σαν τώρα… Είχε και κάτι κούκλες με τη γυναικεία μόδα, με τη ζώνη σε στιλ empire επάνω κτλ. Ήταν μια γραμμή κόκκινη μια άσπρη, και μ’ άρεσε τόσο πολύ που το είχα πάντα στο μυαλό μου. Τι ωραίο που είναι αυτό! Και το λέω της Μαρίας, και το έφτιασε.
Το φουστάνι αυτό υπάρχει και στο έργο «Προσωπογραφία Α.Μ.Δείτε το έργο εδώ» του 1947, με την Μπούμπα, τη δεύτερη γυναίκα μου, όρθια. Στην προσωπογραφία της Μπούμπας –μ’ άρεσε αυτό στη ραπτική– το έκανα κόντρα, ενώ εδώ, στο σχέδιο με τη Μαρία, δεν το έκανα κόντρα.
Προσχέδια για το έργο «Σύνθεση Α’, 1949», 1949
Με τη δεύτερη γυναίκα μου μείναμε πρώτα στη Νέα Κηφισιά. Κι εκεί δούλεψα πολύ. Μέναμε σ’ ένα μεγάλο σπίτι. Το έχω ζωγραφίσει κιόλας [«Το σπίτι μου», 1949]. Μοιάζει ωραίο νεοκλασικό αλλά δεν είναι. Είναι κάτι γαλλικά préfabriqués σπίτια, δηλαδή οι κύβοι υπήρχαν προκατασκευασμένοι κλπ. Στην banlieue έξω από το Παρίσι υπήρχαν τέτοια σπίτια. Λοιπόν εκεί έμενα νιόπαντρος. Από το παράθυρο του ατελιέ μου έβλεπα προς το Τατόι. Όταν έμπαινες μέσα, το χολ ήταν βαμμένο ένα πράσινο, με λάδι, λαδομπογιά, και κίτρινο στις πόρτες. Αλλά αυτό το είχα δει όνειρο ένα βράδυ, και το πρωί που ξύπνησα το σημείωσα αμέσως. Το γράφω από κάτω. Μ’ άρεσε έτσι: μια κοπέλα να κάθεται, η άλλη να μπαίνει μέσα. Κάτι μου ήρθε και το σημείωσα. Και μετά άρχισα αυτό πλέον να το ψάχνω. Το έκανα μετά με κόκκινο. Δεν μ’ άρεσε. Μετά βρήκα λύσεις ωραίες, αλλά είναι αυτό που λέμε πάντα και στη ζωγραφική όπως και σε άλλα πράγματα, η εγχείρισις επέτυχε, ο ασθενής απέθανε! Δηλαδή δεν έβρισκα κάτι να μου εκφράζει αυτό που αισθανόμουνα. Και αξίζει τον κόπο να δείτε το τελευταίο, το οριστικό. Πόσες δοκιμές είχα κάνει! Τα ενδιάμεσα είναι σπουδές, προετοιμασίες, που κατέληξαν στο οριστικό, μετά από δέκα χρόνια, το 1958 [«Σύνθεση Α’, 1949-1958Στο site της Εθνικής Πινακοθήκης»]. Σε όλα μου τα έργα, όπως και στις ξυλογραφίες της Ύδρας, το παράθυρο είναι το μαύρο, το χάος, το τίποτα. Και μετά έκανα πολλές μελέτες.
Σπουδή, 1960
Είναι σχέδια που κάνω και από τα οποία βγαίνουν έργα μετά. Αυτό το σχέδιο δεν έχει καμία σχέση με το έργο «Νέα ΓυναίκαΣτο site της Εθνικής Πινακοθήκης» του 1962. Εγώ το έκαμα, είναι η γραφή η ίδια, τα σχήματα, ναι. Αλλά δεν το έκανα επιτούτου. Μπορεί να το έκανα και μετά το έργο. Σπανίως συμβουλεύομαι το σχέδιο όταν το κάνω ζωγραφική, γιατί με μπερδεύει. Υπάρχει μέσα μου, το έχω σκεφτεί, αλλά δεν θέλω να το βλέπω. Γιατί σου αφαιρεί ένα ποσοστό αυτόματης γραφής, να το πούμε έτσι.
Μπορεί να είναι, να θεωρηθεί προσχέδιο ή ιδέα, αλλά όταν αρχίζω να δουλεύω ένα έργο δεν θέλω να το συμβουλεύομαι, να το βλέπω, γιατί υπάρχει μια αναστολή. Δηλαδή, αν το βλέπω απευθείας, μετά αντιγράφω και δεν πρέπει... Ο Θανάσης Απάρτης, που είχε μεγάλη πείρα, έλεγε: Μην κάνετε μικρότερα και μετά μεγάλα (υπερέβαλλε λίγο). Γιατί σου κόβει τη διάθεση του έργου του οριστικού που θα κάνεις. Τα σχήματα είναι τα ίδια.
Όταν έκανα ένα έργο, δεν είχα το σχέδιο μπροστά μου. Το είχα στο μυαλό μου. Ξεκαθάριζα. Όλα κατασταλάζουν μέσα σου και οι αφαιρέσεις γίνονται μέσα σου: τι κρατάς και τι δεν κρατάς. Είναι υλικό. Αλλά δεν το βλέπω πια το προσχέδιο όταν γίνεται το τελικό έργο. Δεν πρέπει… Γίνεται αντιγραφή. Πάντα διαφοροποιούμαι μετά.
Μεγάλη Πέμπτη, Αίγινα 1964
To αγαπώ πολύ αυτό. Σε μια εκκλησία ή σε ένα χώρο που έχει κι άλλα αντικείμενα, βλέπεις αυτά που γυαλίζουν, τα μπρούτζινα… Το πρόσωπο του παπά φαίνεται λιγότερο –το κερί, η φλόγα του κεριού, αυτά φαίνονται πρώτα. Ο παπάς που διαβάζει τα δώδεκα ευαγγέλια, το αναλόγιο, το κολάρο του παπά. Αυτά είναι αληθινά... Συγκινήσεις... Όταν, ας πούμε, εκείνη την εποχή, έμενα στο Ξενοδοχείο Ναυσικά, έπαιρνα το μπαστούνι μου (ωραία εποχή) και πήγαινα στον Άγιο Βασίλη. Έβλεπα, εν τω μεταξύ, τις παπαρούνες, τα άνθη, είχε ανοίξει η άνοιξη... Αισθανόμουν μια ευφορία... Ήταν μια ευτυχία. Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ πηγαίναμε και ακούγαμε τα δώδεκα ευαγγέλια, μετά τον Επιτάφιο. Ο έρωτας και ο θάνατος είναι μαζί την άνοιξη. Όλα αυτά είναι ένα. Το Πάσχα το δικό μας πουθενά δεν υπάρχει. Μόνο στην Ελλάδα μπορείς να το καταλάβεις. Επιτάφιος. Μεγάλη Παρασκευή το απόγευμα με τους Νικολάου και όλη την παρέα. Πηγαίναμε σε πέντε δέκα επιταφίους. Ήταν ωραίο, συγκινητικό...
Μελέτες για τα ζωγραφικά σχόλια στην έκδοση Ποιήματα του Γ. Σεφέρη (Ίκαρος, 1965), 1964
Ρε Μόραλη –έτσι με έλεγε ο Σεφέρης– εμένα δεν μου έχεις κάνει τίποτα, έχεις κάνει μόνο του Ελύτη. Τον έβλεπα στον Ίκαρο. Το είχα πει και του ίδιου του Σεφέρη, όπως και είναι η αλήθεια: δεν εικονογραφείς την ποίηση. Δηλαδή αυτό που έκανα είναι το εξής: αυτό που μου άφηνε το ποίημα του Σεφέρη διαβάζοντάς το, προσπαθούσα να το διατυπώσω με σχήματα, με χρώματα. Και βέβαια να αναφέρεται σε κάτι, γυναίκα αν είναι, τοπίο αν είναι.
Τελικά η απόφαση ήρθε ωραία, και αυτό μου άρεσε: ξαπλωμένος στην προβλήτα της Αίγινας, κάτω από το Ξενοδοχείο της Ξεφλούδα όπου μαζευόταν η παρέα. Ωραία μέρα, μπουνάτσα. Ανάσκελα, ξάπλα, χάζευα την Κολόνα. Μ’ έπαιρνε σχεδόν ο ύπνος. Κι εκεί μου ήρθε η ιδέα σχεδόν για όλα. Τα έκανα σχεδόν όλα σε δύο εβδομάδες. Στην Ξενοκράτους, δεν είχα ακόμα το ατελιέ μου. Τρέχοντας... Πριν αρχίσω την εικόνα, τα σχέδια, είχα πει να είναι δισέλιδα, να παρεμβάλλονται μεταξύ δύο συλλογών· δηλαδή, όποιος δεν του αρέσει, ας το βγάλει. Ένα πράγμα είχα σκεφτεί, πριν καν γίνει η εικονογράφηση, όταν σχεδίασα το δισέλιδο στο φύλλο: αριστερά να κυριαρχούν οι οριζόντιες και στο φύλλο δεξιά οι κατακόρυφες. Έτσι δεν κόβεται... Είναι μια γενική ιδέα...
Τα προσχέδια για τον Σεφέρη ήταν ξεκάθαρα μέσα μου, ενώ άλλα σχέδια ήταν θολά, κι απ’ αυτά έχω κάνει άλλα πράγματα μετά.
Για τα ποιήματα που είχε κάνει ο Σεφέρης στη Νότιο Αφρική, τον σκεφτόμουν που γύριζε, το ταξίδι. Να, και τώρα βλέπω κάποιον απέναντί μου αλλά βλέπω κι άλλα σχήματα, έχω την αίσθηση των σχημάτων αλλά το μάτι είναι φιξαρισμένο εκεί. Θυμάμαι, όταν ταξιδεύαμε από την Πρέβεζα (δύο τρία ταξίδια είχα κάνει) με τα πλοία της γραμμής εκείνης της εποχής, ωραία, γυαλισμένα, με τα μπρούτζινα κλπ., χάζευα, και μάλιστα μ’ άρεσε το καράβι μέσα. Το μάτι μου κόλλαγε σε κάτι απάνω στο ταβάνι. Και οι άνθρωποι υπήρχαν δίπλα. Δεν φιξάριζα όμως το μάτι μου σ’ αυτούς αλλά στις λεπτομέρειες. Το μάτι μου πήγαινε εδώ, πήγαινε εκεί... Είναι η αίσθηση αυτή. Ο καθένας βέβαια ας το δει όπως θέλει. Το ’χει πει κι ο Σεφέρης πολύ ωραία.
Όταν έκανα αυτά τα σχέδια για τον Σεφέρη, του είχαν αρέσει πολύ, και γι’ αυτό έγραψε και εκείνο το μικρό κείμενο.
Η «Στέρνα» [στο δεξί φύλλο, πάνω αριστερά] μου αρέσει πολύ. Εδώ αισθανόμουν και κάτι άλλο, είναι σαν να είναι πραγματικά μια στέρνα, ακούς ένα βοτσαλάκι που πέφτει και ακούς έναν ήχο περίεργο.
Ο διευθυντής του ΜΙΕΤ Διονύσης Καψάλης γράφει για τον Γιάννη Μόραλη
Πώς να μιλήσει κανείς για τον Μόραλη, έναν ζωγράφο που τα έργα του ανήκουν πια στον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τον κόσμο; θα χρειαζόταν πρώτα να γενεαλογήσει τη ματιά όλων μας πάνω στα πράγματα του κόσμου, ξεχωρίζοντας ό,τι κατάγεται από τον Μόραλη και οφείλεται σ’ αυτόν απ’ ό,τι ανήκει σε άλλους, Έλληνες και ξένους. Η πορεία του Μόραλη, από τα πρώτα έργα του, της Σχολής ακόμα, στα επιτύμβια της μέσης περιόδου και έπειτα στα πιο αφαιρετικά, πάντοτε ανθρωποκεντρικά και ανθρωπόληπτα, της μακράς και ευλογημένης ωριμότητάς του, μοιάζει να παρακολουθεί και τη δική μας ωρίμανση, μακάρι δε να συνοδεύσει και άλλες, μετά από μας, γενεές στη δική τους ωρίμανση. Από την πρώτη φορά που κρυφοκοιτάξαμε μια κοπέλα να λύνει το σανδάλι της (και «μας ήρθε ο κόσμος») ως την ύστερη αφαιρετική (καθότι οδηγημένη με σοφία στις απλές γραμμές της) εικόνα που φυλάμε ζηλότυπα στη μνήμη μας, ο τρόπος που αναπλάθουμε την ομορφιά μες στο μυαλό μας φέρνει ανεξίτηλο το ίχνος του Μόραλη, τη γραμμή του Μόραλη. Ο ζωγράφος αυτός γύμνασε την ευαισθησία μας, της έδωσε γλώσσα για να συνομιλεί, προικίζοντάς την με τις μορφές και τα χρώματα μιας Ελλάδας που όσο κι αν υποσχόταν, όπως έγραφε ο Σικελιανός, την άλλη Ελλάδα, του απάνω κόσμου, δεν έπαυε παρ’ όλα αυτά να μοιάζει εξωφρενικά με αυτόν εδώ τον τόπο, τον επίγειο και γήινο, αυτόν που τρέχαμε κάθε καλοκαίρι να τον βρούμε στα νησιά και τις θάλασσες της παιδικής μας ηλικίας –αυτόν που τόσο απερίσκεπτα συνεχίζουμε να μαγαρίζουμε, λες και ανήκει αποκλειστικά σ’ εμάς, στη δική μας βουλιμική εποχή. Έμοιαζε τόσο, που καμιά φορά ξεχνούσαμε να ξεχωρίσουμε το κάτω από το πάνω, το μέσα από το έξω, το εδώ από το εκεί, σαν να ’ταν όλα υπαίθρια γαλήνη, φως και ανεμπόδιστος θαλασσινός ορίζοντας, όπου «ο κόσμος ήταν εύκολος, ένας απλός παλμός».
Είπα, τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο· ας το συμπληρώσω: τον τρόπο που βλέπουμε, αντιλαμβανόμαστε και θαυμάζουμε τον κόσμο, όταν και όσο μπορούμε ακόμα να θαυμάζουμε. Αυτό το μάθημα του θαυμασμού το δεχόμαστε ευγνώμονες από τη ζωγραφική του Μόραλη, ένα μάθημα ηθικής απαλλαγμένο όμως από κάθε μορφής ηθικολογία, όπως δεχόμαστε ευγνώμονες να μαθητεύσουμε και στην ομόθυμη διδαχή του Ελύτη, του Σεφέρη, του Σολωμού: «δόξα ’χει η μαύρη πέτρα του και το ξερό χορτάρι». Δεν είναι εύκολος αυτός ο θαυμασμός, κάθε άλλο· και απατώνται όσοι νομίζουν ότι μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς προσωπικό κόστος, χωρίς αντίκρισμα πόνου, χωρίς σκιές ή σκοτάδια. Πόσο εύκολο, αλήθεια, για ορισμένους να καταγγείλουν την υποτιθέμενη κοινωνική αναλγησία μιας τέχνης γιατί ασχολείται αποκλειστικά με την ομορφιά όταν υπάρχει τόση ασχήμια, γύρω μας και μέσα μας. Αλλά χωρίς την αίσθηση της ομορφιάς πώς μπορεί κανείς να διεκδικήσει το δικαίωμά του στην ευδαιμονία; Δεν ξέρω αν υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που πιστεύουν ότι «η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο», όπως έγραφε κάποτε ο βασανισμένος Ντοστογιέφσκι. Είναι πράγματι πολύ αργά στον κόσμο για να ξανακερδίσουμε αυτήν την πίστη. Δεν είμαστε όμως λίγοι όσοι στα έργα του Μόραλη βλέπουμε μια τέχνη πεισματικά ανθρωποκεντρική και βαθιά αλληλέγγυη με τη λαχτάρα του ανθρώπου να αγγίξει κάποτε, έστω και στα όνειρα, και μέσα από τη συνείδηση του πόνου, της φθοράς και της θνητότητας, την ομορφιά της ζωής. Αυτός είναι ο δρόμος του Μόραλη, σαφής, ειλικρινής και ζωγραφικά άρτιος· υπάρχουν ασφαλώς και άλλοι, εξίσου έγκυροι, εξίσου αυθεντικοί. Ο καθένας είναι ελεύθερος να διαλέξει τον δικό του.
Αρνούμαστε κάποτε να δούμε και να δεχτούμε το απλούστερο (ίσως γιατί το απλούστερο είναι αποτέλεσμα μιας εξέλιξης τόσο σύνθετης και ποικιλόμορφης όσο η ζωή μας): εν προκειμένω, να δούμε τη ζωγραφική του Μόραλη σαν την καταγραφή μιας εμπειρίας (μιας ελληνικής εμπειρίας, θα έλεγα, αν δεν παραμόνευε ο κίνδυνος να παρεξηγηθώ), ώστε να μπορέσουμε έπειτα να μιλήσουμε με ακρίβεια για μια λυρική ζωγραφική όπως μιλάμε για μια λυρική ποίηση, δηλαδή μια τέχνη που έχει ως αφετηρία της την έκφραση προσωπικών (όχι κατανάγκη ατομικών) αισθημάτων. Αληθινός όσο και ακριβής, αρκεί να θελήσουμε να τον ακούσουμε, είναι ο λόγος του ίδιου του ζωγράφου: «Η δουλειά μου είναι κάτι σαν ημερολόγιο, που είναι βγαλμένο από τις συγκινήσεις, τις εντυπώσεις, τις αναμνήσεις και τις αναζητήσεις μιας ολόκληρης ζωής». Και πάλι: «Δεν καταλαβαίνω γιατί μερικοί μου λένε πως έχω αλλάξει. Εγώ νομίζω πως τη δουλειά μου μπορείς να τη διαβάσεις όπως ένα βιβλίο».
Το βιβλίο «Γιάννης Μόραλης, Σχέδια 1934-1994Στο site του ΜΙΕΤ» εκδόθηκε με την ευκαιρία της ομώνυμης έκθεσης που διοργάνωσε το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης σε συνεργασία με την γκαλερί Ζουμπουλάκη στον εκθεσιακό χώρο του Μεγάρου Εϋνάρδου από τις 16 Δεκεμβρίου 2008 έως 15 Φεβρουαρίου 2009.
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ https://insidestory.gr/article/giannis-moralis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου